- κακοηθῶν
- κακοήθηςill-disposedmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοπλασίες — Λέγονται και όγκοι. Παθολογικοί σχηματισμοί που οφείλονται σε άτακτο πολλαπλασιασμό κυττάρων. Οι ν. διακρίνονται με ιστολογικά και κλινικά κριτήρια που μπορεί να συμπίπτουν σε καλοήθεις και κακοήθεις. Καλούνται καλοήθεις οι ν. που σχηματίζονται… … Dictionary of Greek
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek
υπεργαμμασφαιριναιμία — η, Ν βιολ. αύξηση τής συγκέντρωσης στον ορό τού αίματος τών γαμμασφαιρινών πάνω από 18 γραμμάρια ανά λίτρο, αύξηση που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης φλεγμονικών συνδρόμων ή ύπαρξης κακοήθων πλασματοκυττάρων που παρατηρείται είτε κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
DRACUNCULI — apud Ael. Lamprid. in Heliogabalo, Aegyptios dracunculos Romae habuit, quos illi agathodaemones vocant: erant parvi dracones, delitiarum aut superstitionis causâ domi ali soliti: quae de re multa adnotavit, in altera Suetonii editione, ad l. eius … Hofmann J. Lexicon universale
ακτινοθεραπευτική — Ιατρ. κλάδος τής ακτινολογίας ειδικευμένος στη χρησιμοποίηση ιοντιζουσών ακτινοβολιών (ακτίνες Χ ή ακτίνες γ) για τη θεραπεία κυρίως τών κακοήθων όγκων … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
καρκινολογία — η ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και τη θεραπεία τών κακοήθων όγκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinology < carcino (πρβλ. καρκίνος) + log y (πρβλ. λογ ία < λόγος < λόγος)] … Dictionary of Greek